- πίδακας
- πί̱δακας , πῖδαξspringfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίδακας — ο / πῑδαξ, ΝΑ νεοελλ. 1. φυσική πηγή που εξακοντίζει προς τα πάνω το νερό εξαιτίας τής πιέσεως 2. τεχνητή πηγή που με ειδική συσκευή εκτοξεύει το νερό προς τα πάνω και έτσι δημιουργεί διάφορα σχήματα που χρωματίζονται φαντασμαγορικά με ειδικές… … Dictionary of Greek
πίδακας — ο 1. πηγή που πετά ψηλά το νερό. 2. τεχνητή συσκευή που τινάζει το νερό, αλλιώς αναβρυτήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
σιντριβάνι — Λέξη τουρκικής προέλευσης, που σημαίνει πηγή ή συσκευή απ’ όπου εκτοξεύεται με δύναμη νερό προς τα πάνω. Λέγεται και πίδακας και αναβρυτήριο. Η δύναμη με την οποία εκτοξεύεται το νερό προς τα πάνω οφείλεται στο ότι το νερό κατεβαίνει ως το σ. από … Dictionary of Greek
αναβάλλουσα — η και ανεβάλλουσα (μτχ. τού αρχ. ἀναβάλλω ως ουσ.) πηγή από την οποία αναβλύζει το νερό σαν πίδακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη μτχ. ενεστ. τού αρχ. ρ. ἀναβάλλω «κάνω να πεταχτεί νερό ψηλά με ορμή»] … Dictionary of Greek
αναβρυτήρας — ο πίδακας, συντριβάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβρύω. ΠΑΡ. αναβρυτήριος] … Dictionary of Greek
επιβλυγμός — ἐπιβλυγμός, ο (Α) πίδακας νερού … Dictionary of Greek
πιδάκιον — τὸ, Α [πίδαξ, κος] μικρός πίδακας, μικρή πηγή … Dictionary of Greek
πιδήεις — εσσα, εν, Α (επικ. τ.) αυτός που έχει αφθονία πηγών («Ἴδης ἐν κορυφῇσι καθέζειν πιδηέσσης», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ + κατάλ. ήεις μέσω αμάρτυρου *πίδη ή *πῖδος (βλ. πίδακας)] … Dictionary of Greek
πιδακίζω — Ν [πίδακας] αναβλύζω … Dictionary of Greek